μπαστάρδικος

μπαστάρδικος
-η, -ο
νοθευμένος, νόθος: Τα χαρακτηριστικά του είναι μπαστάρδικα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μπαστάρδικος — η, ο (Μ μπαστάρδικος, η, ον, ουδ. και παστάρδικον και μπασταρδικός, ή, όν) [μπάσταρδος] 1. νόθος ή νοθευμένος («μπαστάρδικη γενιά») 2. το ουδ. ως ουσ. το μπαστάρδικο νόθο παιδί. επίρρ... μπαστάρδικα με μπαστάρδικο τρόπο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”